Π όπως «Πεθερικά»

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που προκύπτει μέσα σε λίγα λεπτά είναι ότι μπαίνει η κουζίνα σου στο μικροσκόπιο (και το υπόλοιπο σπίτι, βεβαίως, και οι καθαριστικές σου ικανότητες -«δεν σφουγγαρίζεις πολύ συχνά ε;»-, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει η κουζίνα). Απ’τη μια, ανοίγονται όλα τα ντουλάπια –«για να δω πού έχεις τα πράγματα, μη σε ρωτάω όλη την ώρα» -«μα, ρωτήστε με, μην ντρέπεστε»- συρτάρια, ψυγείο, γίνεται έλεγχος ημερομηνίας λήξης στα πάντα (γιατί θέλω να δηλητηριάσω τον γιο και μετά να αυτοκτονήσω κι εγώ), πέφτει η κριτική «γιατί παίρνετε τόσο μεγάλη μαγιονέζα;» («γιατί την κάνω κρέμα προσώπου» -άντε να εξηγήσεις το ότι ο γιόκας έχει μια μανία με τα gοod value προϊόντα). Απ’την άλλη, πέφτει η –έμμεση- ανάκριση: «Τι τρώτε; Α, μάλιστα» (με νόημα και απογοήτευση το μάλιστα). Τι να κάνωμεν, μανδάμ, δουλεύωμεν, δεν πλακώνομεν τον πωπό μας όλη μέρα μες στο σπίτι για να μαγειρεύωμεν για τον αφέντη.

Αποφασίζουν ότι θα αναλάβουν αυτοί την διατροφή του παιδιού τους για όσο διάστημα θα βρίσκονται μαζί σας (φροντίζοντας να μην σε διαβεβαιώσουν ότι δεν σε θεωρούν ανίκανη). Δεν υπάρχει λόγος να διαμαρτυρηθείς, αφενός «εσύ δουλεύεις, πού να γυρίζεις και να πρέπει να μαγειρέψεις κιόλας», αφετέρου δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις να διασώσεις την κουζίνα σου από την ανταρσία του Μπάουντι, είναι πια πολύ αργά. Relax and enjoy, που λένε.

Το πρωί που σηκώνεστε για τη δουλειά, θα ρωτήσουν τον γιο «τι θες να φας σήμερα πουλάκι μου;» «Μπριζόλες» (υπάρχει κάποιος άγραφος νόμος που λέει ότι το πρώτο φαγητό του ξενιτεμένου πρέπει να είναι μπριζόλες; Έχουν διαφορά από τις μπριζόλες που μαγειρεύεις εσύ;) Επιστρέφεις από τη δουλειά και βλέπεις άλλη κουζίνα. Έχει τηλεόραση μέσα (που είχες κάνει μάχη για να μην έχει, γιατί τσατίζεσαι να του πέφτει το μακαρόνι στο πουκάμισο επειδή το μάτι είναι προσηλωμένο στην tv και δεν μπορείς να μιλήσεις γιατί «σουτ, έχει ειδήσεις»), έχει ένα ρολόι που νόμιζες ότι είχες καταχωνιάσει πολύ καλά μέσα σε κούτα κι αυτή ακόμα πιο καλά καταχωνιασμένη στο γκαράζ (Νικολούλη μιλάμε η μαμά), τα πιάτα δεν είναι πια εκεί που τα είχες αφήσει, τα ποτήρια επίσης, το απορρυπαντικό πιάτων μυστυριωδώς βρίσκεται στο μπάνιο, η ρυζιέρα μυστυριωδώς επίσης έχει μετατραπεί σε τέταρτη κατσαρόλα (πάνω στο γκάζι!), το τραπέζι έχει αλλάξει θέση και κατεύθυνση γιατί «έτσι είναι καλύτερα» (ασφαλώς, πώς δεν το είχες σκεφτεί όταν το μετακινούσες κάθε λίγο μέχρι να βρεις την τέλεια θέση) και δεν συζητώ για τα φαγητά: όλα τα καλά του κόσμου. Το σκυλί κάνει πάρτυ κάθε μέρα, γιατί 5 διαφορετικά φαγητά δεν μπορούν να φαγωθούν σε μια μέρα και είναι κακό πράγμα να φάμε το ίδιο φαγητό 2 μέρες. Γιατί;

Έλα όμως που εσύ έχεις διατροφικές ιδιαιτερότητες (κάτι κρεμμύδια, πρασινάδες, σκόρδα, μπαχάρια, σου κάνουν το στομάχι δοκιμαστικό σωλήνα). Οπότε και ζητάς αν θα είχαν την ευγενή καλοσύνη μήπως να μην τα χρησιμοποιούν, αλλά αλλάζεις στάση όταν βλέπεις την έκφραση του τρόμου «μπιφτέκια χωρίς κρεμμύδι;;;» να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό τους, οπότε και ζητάς απλά να κρατάνε λίγο στην άκρη που να μην περιέχει κάτι από αυτά, και στο τέλος αναγκάζεσαι να τρως σκέτα μακαρόνια με κέτσαπ (μα είναι δυνατόν να μην σου αρέσουν τα μακαρόνια με κιμά;). Έχεις πάθει overdose από τα κρεατικά, δεν υπάρχει άλλο φαΐ. Οι γιαγιάδες μου, θυμάμαι, έλεγαν «σήμερα θα φτιάξω καλό φαΐ» κι εννοούσαν κρέας –σε οποιαδήποτε μορφή του. Τα άλλα ήταν παρακατιανά. Έτσι κι αυτοί, προκειμένου να περιποιηθούν τον γιο τους, θα πάθουμε όλοι χοληστερίνη και τριγλυκερίδια.

Το μεγάλο γέλιο είναι η ξενιτιά και το τι υπάρχει εδώ πέρα. Αν εγώ έχω μια φορά πρόβλημα στην –διατροφική- προσαρμογή στην Αγγλία, οι επισκέπτες έχουν 500. Έχεις φέρει 1-2 λίτρα ελαιόλαδο (από το «καλό», το δικό σας), 2 κιλά Δωδώνης, κασέρι, κριθαράκι, και τα φροντίζεις με φροντίδα περισσή (σχήμα πλεονασμού). Με το σταγονόμετρο όλα (εξάλλου δεν είσαι και του πολύ λαδιού) και για ειδικές περιπτώσεις. Δεν είναι και ότι κάθε μέρα θα φτιάχνεις γιουβέτσι, βρε παιδάκι μου! Αλλά τα «πεθερικά» αδυνατούν να το καταλάβουν αυτό. Νομίζουν ότι όταν τελειώσουν, θα πάνε στη λαϊκή και θα προμηθευτούν άλλα. Το λάδι τελειώνει μέσα σε 3 μέρες (καντήλι ανάψαμε, ρε παιδιά;), η φέτα γίνεται τυρόπιτα (κλαψ!) γιατί η Δωδώνης δεν είναι της προτίμησής τους (ναι, σας το ορκίζομαι), το κασέρι το τρώει το μικρό γιατί «τι να το τάιζα για πρωινό; οι τηγανίτες δεν του έφταναν» (είναι στην ανάπτυξη, βλέπε φαγανό), ένα κιλό κριθαράκι γίνεται γιουβέτσι για μια φορά (είπαμε, δεύτερη δεν έχει). Τα φαγητά δεν περιέχουν νερό, μόνο λάδι. Η γιαγιά μου μαγείρευε έτσι, φακές χωρίς καθόλου νερό. Αλλά αυτή ήταν από Κρήτη και είχε δικό της λάδι, οπότε ας κάνει ό,τι θέλει. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου, κι ένα τζετ να φύγω. Όχι, θα μείνω, έχουμε να πάμε στο σουπερμάρκετ. Το οποίο και θα το σηκώσουμε όλο, λες και δεν έχουμε ξαναπάει, αλλά μας βγαίνει το κατοχικό μας, να πάρουμε από όλα και μάλιστα για κάποιο λόγο διπλά και τριπλά. Μα, διαμαρτύρεσαι, δεν έχουμε τόσο χώρο στα ντουλάπια. Γιατί ανησυχείς, βρε κουτό, έτσι όπως έχουν κάνει αυτοί τη διαρρύθμιση των ντουλαπιών, τα πάντα χωράνε. Τσκς τσκς τσκς! Νά, κοίτα, σου λένε, έχει κι εδώ φέτα. Μα, ξαναδιαμαρτύρεσαι (τι διαμαρτυριάρα που είσαι, ρε γαμώτο), έχει 2 λίρες τα 200 γραμμάρια. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Άλλο γέλιο: το εστιατόριο. Έρχεται ο κατάλογος, τι να καταλάβει η οικογένεια, και ανάποδα να τον κρατήσει, το ίδιο της κάθεται. Θα πάρουν «ό,τι πάρετε κι εσείς» (σολομό Σκωτίας;) ή «πιάσε μωρέ μια μπριζόλα και μια πατάτες και καλά είναι, είμαι εύκολος άνθρωπος εγώ». Αλλά «τι μπριζόλα είναι αυτή, πού είναι η ελληνική μπριζόλα που δεν μπορείς να τη φας ολόκληρη» (πού ρε παιδιά, πού σερβίρουν τέτοιες ποσότητες και δεν είναι ο Τέλης;) και «αχ παιδάκι μου, που ξενιτεύτηκες και τρως τέτοιες βλακείες» (ε, τότε μητέρα, στείλτε μας και κανα δέμα να φάμε και τίποτα της προκοπής).

Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Μερικές μέρες αφότου φύγουν, πλακώνεσαι να μαγειρεύεις λαδερά. Παίρνει τηλέφωνο η μανούλα, ρωτάει τον κανακάρη της όλο αγωνία για το τι τρώει τώρα που δεν είναι εκείνη εκεί. «αρακά με καρότα και πατάτες» λέει περήφανος ο γιος. «Μα, εσύ δεν τρως αρακά, τον σιχαίνεσαι». «Όχι όπως τον φτιάχνει η καλή μου, είναι πολύ νόστιμος». Την άλλη μέρα γεμιστά, χωρίς κιμά όμως. Την επομένη, φακές. Μετά, φασολάδα (εδώ η μαμά παθαίνει εγκεφαλικό, γιατί είχε συμβεί διπλωματικό επεισόδειο πριν μερικά χρόνια σπίτι τους μεταξύ πατέρα και γιου λόγω φασολάδας).

Χαμογελάς σατανικά. Μπορεί εκείνη την ώρα να σου γίνεται βουντού γιατί έχεις μαγέψει το παιδί της (μπορεί και να τον εκβιάζεις με κάτι), αλλά εσύ χαμογελάς σατανικά. Θα πάρεις τη μάνα σου να σε ξεματιάσει.

Παράρτημα
Μετά από χρόνια παρατήρησης και μελέτης, όχι τόσα όσα ο Εύρης, αλλά κάμποσα τελοσπάντων, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για όλα φταίνε οι μανάδες. Από τα συμπλέγματα ανωτερότητας/κατωτερότητας μέχρι το φαγητό και τις ενδυματολογικές προτιμήσεις. Το πώς χτενίζεται κάποιος έχει να κάνει με το αν ήταν αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας η μάνα του, το αν ξεκινάει να κουμπώνει το πουκάμισο από πάνω ή από κάτω στο πώς τον κούμπωνε η μαμά, κλπ κλπ. Όχι ότι τα κορίτσια δεν υιοθετήσαμε τους τρόπους των μανάδων μας, αλλά ρε γαμώτο, τους εξωραΐσαμε λίγο, τους φτιάξαμε κατά πώς μας βόλευε, όχι κατά πώς βόλευε τη μάνα μας. Πχ, εγώ και ο αδερφός μου, ίδια μάνα μάς έμαθε να δένουμε τα κορδόνια μας, αλλά τώρα καμία σχέση η μέθοδος του καθενός (μαντέψτε ποιανού μοιάζει με της μάνας μου). Σιγά την πρωτοτυπία, θα πείτε, μας τα’παν κι άλλοι. Εγώ όμως όσο το διαπιστώνω εκπλήσσομαι και μου πέφτει το σαγόνι. Όταν γνώρισα τους γονείς του καλού μου, κατάλαβα γιατί είναι έτσι και γιατί έχει τις συνήθειες που έχει. Το φαγητό του, στο οποίο είναι πολύ ιδιαίτερος, είναι άμεση απόρροια του τι τον τάιζε η μάνα του. Δεν τρώει καθόλου λαδερά (μην κοιτάτε που μια φορά τον μήνα θα φάει αρακά, τις υπόλοιπες 30 θα πάρει κεμπάπ), μισεί τις σαλάτες, αν δεν είναι μπριζόλα και πατάτες τηγανητές δεν είναι καλό φαΐ, δεν πίνει νερό παρά μόνο αναψυκτικά, το ένα φαΐ στο τραπέζι δεν τον ευχαριστεί, θέλει 2-3 για ποικιλία και χίλια δυο άλλα πράγματα που έχουν να κάνουν με τις συνήθειές του κατά τη διάρκεια του φαγητού, αλλά και μετά. Με αποτέλεσμα να τσακωνόμαστε, γιατί νομίζω ότι μπορώ να τον αλλάξω. Αλλά όπως έλεγε και η γιαγιά μου, πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούι του.
Επειδή βλέπω πολλές μανάδες μέσα στο site, κι επειδή βάζω στοίχημα ότι όλες οι παντρεμένες έχουν καταραστεί τις πεθερές τους για τις συνήθειες των συζύγων τους, ένα έχω να πω: μην επιτρέψετε στον εαυτό σας να γίνει η μάνα σας ή η πεθερά σας απέναντι στο παιδί σας. Δεν χρειάζεται να κάνετε όλα τα χατήρια στα μικρά (που μουτρώνουν αν δεν τους αρέσει το φαΐ – τι ξέρουν αυτά καλέ για το τι τους αρέσει και τι όχι;), δεν θα πάθει τίποτα αν πλύνει και κανα πιάτο, δεν θα πεθάνει αν του δείξετε να μαγειρεύει μακαρόνια ούτε και θα βγάλει σπυράκια αν μάθει να χρησιμοποιεί το πλυντήριο ρούχων. Έστω, το καλάθι με τα άπλυτα, για να μην μαζεύετε μετά τα άπλυτα από το πάτωμα.
Με τη μάνα μου έχω ρίξει τους άπειρους καυγάδες για το θέμα αυτό σε σχέση με τον αδερφό μου. «Όταν χρειαστεί, θα μάθει» η αποστομωτική της απάντηση. Από πού θα μάθει, ρε μάνα, από το ίντερνετ; Κι εμένα δεν μου έδειξε κανείς και τώρα παιδεύω εαυτόν κι αλλήλους (εσάς). Δεν χρειάζεται να είστε δουλάρα των παιδιών σας και του συζύγου σας. Δεν θα τους πέσει η μέση να βάλουν μόνοι τους ένα ποτήρι νερό.

Δεν είναι φεμινιστικό μανιφέστο το παραπάνω. Το παράπονό μου είναι. Ουστ!

ΤΟ ΕΒOΜΑΔΙΑΙΟ ΣΟΥ ΜΕΝΟΥ

Food Brother: H επιστροφή του ψυχωτικού κοιλιόδουλου.

Εισαγωγικές Πληροφορίες (για να ξέρουμε και με τί έχουμε να κάνουμε): Ηλικία: 27 Υψος: 170cm Βάρος: 80kg (να τ'αφήσω;) Tόπος: Λονδίνο, Αγγλία, και Τέϋναμ, Κέντ (Αγγλία επίσης), με συχνές μεταβάσεις...

ΤΟ ΕΒOΜΑΔΙΑΙΟ ΣΟΥ ΜΕΝΟΥ

Ο μεγάλος αδερφός βλέπει τη μπουκιά στο στόμα

Δευτερα: Βιαστικο ξυπνημα με καντηλια. Βιταμινες σε χαπακια. Καφες. Παχια κουταλια νεσκαφε χωρις ζαχαρη με καυτο νερο να καουν τα τζιγερια μου (Ονομαζεται και καφες μπλουμ). Συνοδευτικο με τσιγαρο,...

ΠΕΙΤΕ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ