Α όπως λέμε Αγγλία

Θα μπορούσε να είναι στο Β-Βρετανία, ή στο Ε-Εξωτερικό ή στο Σ-(άει)Σιχτίρ με την κωλοχώρα σας, αλλά χάρην ευκολίας μπαίνει εδώ. Στραβώθηκα και ήρθα εδώ, τι να κάνω, θα το υποστώ. Αλλά δεν θα πάψω να γκρινιάζω. Το ότι όλα τα καλά της τεχνολογίας ξεκίνησαν από δω (όπως έλεγε προχτές ο αφεντικός την ώρα που τεμάχιζε ένα ναν μπρεντ) δεν αποδεικνύει κάτι για τη χώρα. Το ότι κανένας δεν τα κατάλαβε και χρειάστηκε πρώτα να τα εξάγουν για να τα υποδεχτούν με ανοιχτές αγκάλες, αντιθέτως, λέει πολλά. Το «Μαλάκες Άγγλοι» το έχω πει αλλού, αλλά ισχύει παντού και πάντα. Για το κόλλημά τους στην παράδοση, στη στερλίνα, στο αφρόλουτρο, στις διπλές βρύσες, στο τσάι, στο κουδουνάκι στις 11 το βράδυ, στη μηδαμινή ηχομόνωση, στο φαγητό.

Και πιάσαμε πάτο. Το φαγητό τους. Η αηδία η ίδια. Και τολμάνε να περιγελούν τη γαλλική κουζίνα, οι αδαείς. Σε καλούν για δείπνο σπίτι τους και δεν ξέρεις πώς να βρεις δικαιολογία να μην πας. Αρρωσταίνεις από την προσπάθεια να βρεις κάτι πειστικό να πεις. Σκοπός επετεύχθη.
Εντάξει, λες, δε θα φάω τα φαγητά τους, Έλληνας είμαι, την καλύτερη κουζίνα έχουμε, θα φτιάχνω ελληνικά πιάτα. Βάζεις τη μαμά και σου στέλνει τις συνταγές της, την έχεις και στο speed dial για την ώρα ανάγκης, μπαίνεις σε διάφορα γκουρμεδοσάιτ και τυπώνεις συνταγές, μέχρι και στα favorites έχεις βάλει 2-3 τέτοια σάιτ για εύκολη πρόσβαση. Σου τρέχουν τα σάλια σε κάποια φάση και λες «Ήγκικεν η ώρα του μαγειρέματος, πάω να πάρω τα υλικά». Και πας στο σουπερμάρκετ –ή στον Πακιστανό της γειτονιάς αν δεν οδηγείς για να πας μέχρι την άλλη άκρη της πόλης. Και αντί για το φαγητό που ήθελες να φας, τρως την απογοήτευση του αιώνα.

Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που πήγα σε αγγλικό σουπερμάρκετ. Με πήραν μαζί τους τα παιδιά μου με φιλοξενούσαν, εν είδη βόλτας, ενώ αυτοί ψώνιζαν για το μπάρμπεκιου που θα κάναμε. Εντυπωσιάστηκα από την ποικιλία προϊόντων, από τους τεράστιους διαδρόμους που χωράνε 2 καρότσια διπλάσιου μεγέθους από τα ελληνικά χωρίς να κάνεις τον Μάκινεν στο Ακρόπολις για να περάσεις, από την εξυπηρετικότητα του προσωπικού, από το πόσο ωραίο είναι το 24ωρο σύστημα (στο ASDA τουλάχιστον) ώστε να μπορείς να πας στις 3 τη νύχτα να ψωνίσεις (το έχω κάνει και η πλάκα είναι ότι είχε και τότε ακόμα κόσμο και ουρές στα ταμεία!).

Δεν θα ξεχάσω όμως και τη δεύτερη φορά που πήγα, αυτή τη φορά όχι για βόλτα, αλλά για να ψωνίσω εγώ τα χρειαζούμενα. 2 ώρες πάνω-κάτω στους διαδρόμους ψάχνοντας αυτά που είχα στη λίστα μου. Διέγραψα μόλις τα μισά. Αναγκάστηκα σε υποχωρήσεις. Πλήρωσα τριπλάσιες τιμές για αμφιβόλου ποιότητας προϊόντα. «Ας μην αγόραζες». Και τι θα τρώγαμε; Ντομάτες φτηνές, μόνο για πέρασμα από το μούλτι και σάλτσα. Για σαλάτα 3 λίρες οι 6 ντομάτες, προέλευση Ισπανίας. Λαχανικά σε συσκευασία δαχτυλιδιού, και τιμή επίσης (με λευκόχρυσο και ροζ μπριγιάν). Τυριά, άπειρα: τσένταρ κίτρινο, τσένταρ κόκκινο, τσένταρ ώριμο, τσένταρ άγουρο, τσένταρ Σκωτίας, τσένταρ Γροιλανδίας, τσένταρ με χαμηλά λιπαρά. Ρωτάς στον πάγκο με τα τυριά για ένταμ, για έμενταλ, για γκούντα, “I’m sorry, we have no such cheeses” η απάντηση με σπινθηροβόλο βλέμμα αγελάδας (τρελής). Βρίσκεις παρμεζάνα, τόσο όσο να πας και να έρθεις Ρώμη με τη Ryanair. Θα αγοράσεις το συσκευασμένο τριμμένο «τυρί» για να βάζεις στα μακαρόνια. Θα πάρεις και feta cheese, 2 λίρες τα 250 γραμμάρια, συσκευασμένη από τη Μεβγάλ ή τη Φάγε, αλλά που ουδεμία σχέση έχουν με αυτές που παίρνεις από Ελλάδα (παρόλο που είναι ίδια μάρκα). Θα μαγειρεύεις με ηλιέλαιο, το ελαιόλαδο που πήρες μια φορά ήταν τόσο αραιό και τόσο κίτρινο που σε έβαλε σε υποψίες για το πόσο αληθινή είναι η ετικέτα του «extra virgin greek olive oil». Οπότε και αναγκάζεσαι να κουβαλάς κάθε που φεύγεις από Ελλάδα 1-2 μπουκάλια Άλτις (γιατί το λάδι που βγάζουν τα δεντρίλια σας στην Κρήτη δυστυχώς δεν μπορείς να το συσκευάσεις) και με φόβο ψυχής περνάς τη βαλίτσα από το check in γιατί απαγορεύεται η μεταφορά λαδιού.

Στον διάδρομο με τα κρέατα μια μέρα θα το πάθω το εγκεφαλικό. Ή που θα με στείλουν αυτά που τρώω. Πάντως, από κρεατικό θα το πάθω το κακό. Δεν θες τρελή γελάδα, στην αρχή τουλάχιστον. Θα απλώσεις το χεράκι σου να πάρεις αυτά που προέρχονται από την Ισπανία ή την Γαλλία. Θα ξαναμαζέψεις το χεράκι σου μόλις δεις την τιμή τους. Όπως ακριβώς και στην Ελλάδα όταν πας τα Χριστούγεννα να πάρεις ελληνική γαλοπούλα και καταλήγεις με την ολλανδική, σκέφτεσαι. Και χαίρεσαι, γιατί τελικά δε διαφέρουν και πολύ οι χώρες. Μόνο που εδώ πάνε αντίστροφα τα πράγματα, τα ντόπια είναι τα φτηνά. Το φτηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε, λέει η θειά μου. Και οι φτωχοί ξένοι, συμπληρώνω εγώ. Στην αρχή τη βγάζεις με χοιρινό μόνο (νομίζεις ότι δεν υπάρχουν τρελά γουρούνια). Το έτερον ήμισυ κάνει πάρτυ γιατί πολύ του αρέσει το χοιρινό που του μαγειρεύεις κάθε μέρα. Μετά από μερικούς μήνες κάνει πάρτυ η χοληστερίνη του μιας κι έχει μαζευτεί πολύ πράμα, οπότε και αλλάζεις τη λίστα για τα ψώνια. Τώρα πια μόνο γλώσσα ψάρι, γαρίδες, κοτόπουλο ή γαλοπούλα, και μια στις τόσες κιμάς μοσχαρίσιος για μπολονιέζ ή μπιφτέκια και λίγο μοσχάρι για κοκκινιστό ή γιουβέτσι (με κριθαράκι που σου στέλνουν τα ΕΛΤΑ).

Νά κι άλλη μια ειρωνία. Να περιμένεις πώς και πώς την ανθρωπιστική βοήθεια μέσω ταχυδρομείου. Αλλά τι να κάνεις, εδώ ή που ντεν έκει ή που ντεν ντρώγκενται. Μια φορά, ω τι ευτυχία, βρήκα κάτι σακουλάκια, lentils έλεγε πάνω, με φακές μοιάζαν. Άλλα κόκκινα, άλλα κίτρινα, άλλα πράσινα, άλλα καφέ, πάντως φακές. Πήρα. Κοίταξα και το λεξικό για να σιγουρευτώ. Ναι, λέει, lentils=φακές. Ωραία, λέω, μαγειρεύουμε. Αυτό που έφαγα δεν ήταν φακές. Κουκιά ίσως. Φάβα μπορεί. Φακές αποκλείεται. Έτσι, κατέφυγα στη λύση «κουτιά από παπούτσια» γεμισμένα με φακές, γίγαντες, φασόλια, κριθαράκι, ρύζι καρολίνα για σούπες, φέτα Δωδώνης και ίον αμυγδάλου (η μάνα μου αυτοσχεδίασε εδώ, μάλλον επηρεασμένη από τη διαφήμιση με την κούτα του φαντάρου, άσχετα που εγώ εδώ δεν υπηρετώ παρά μόνον τον αφεντικό στη δουλειά, κι αυτός δεν τρώει φακές). Σε λίγο θα κάνεις αυτό που μέχρι τώρα κοροϊδεύεις: θα φέρεις κρεάτα από Ελλάδα. Θα γίνεις άλλο ένα ανέκδοτο στο Βενιζέλος, που έχει πήξει με τις μαλακίες των Ελλήνων του εξωτερικού, που είναι υπέρβαρες οι βαλίτσες τους από τα κρέατα και πρέπει να τις στείλουν με άλλη πτήση και παθαίνουν υστερία γιατί «θα ξεπαγώσουν τα κρεάτα, ρε φίλε» ή που ανοίγει ο τενεκές με τη φέτα πάνω στην ταινία με τις βαλίτσες και βρωμάνε όλα τυρίλα. Άμα δεις στην ταινία ψυγειάκι από φελιζόλ δεμένο με σπάγκο, τότε είσαι σίγουρος ότι στην πτήση υπήρχαν Έλληνες (γιατί δεν τους άκουγες που έκαναν την άπειρη φασαρία στο αεροπλάνο, λες και πήγαιναν πενταήμερη, τα ζώα).

Μια άλλη πονεμένη ιστορία είναι τα Lunch break. Σιγά που θα κουβαλάω εγώ το ταπεράκι με το φαγητό μου, είπε η μικρά. Και έπεσε με τα μούτρα στα φαστ φουντ. Έτσι κάνουν όλοι. Θα φάμε στα Μάκις ή στα Μπέργκερ Κινγκ; Αυτά είναι διλήμματα και ερωτήματα. Όχι, σήμερα θα φάμε μπουφέ Πίτσα Χατ «eat all you can». Υγιεινά πράγματα. Και διόλου θερμιδικά. Πώς διάολο έβαλα τόσα κιλά, αφού κοτοπουλάκι του θεού τρώω όπου και να πάω. Και αποφάσισα να κάνω δίαιτα και πήρα γιαουρτάκι στη δουλειά και με θέρισε, 2 μέρες με διάρροια. Ξανατρώω γιαουρτάκι made in England; Αμ δε. Για τη δίαιτα δε θα μιλήσω εδώ, θα το φυλάξω για το Δ. Είναι πολύ πονεμένη ιστορία. Θα κλαφτώ αργότερα. Πονεμένη ιστορία είναι και τα ελληνικά εστιατόρια. Θα πας κανα-δυο φορές στην αρχή. Θα απογοητευτείς διότι ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΘΙΜΟ Η ΛΑΜΠΑΝΤΑ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΜΕ ΣΠΑΣΙΜΟ ΠΙΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΝΑ ΣΚΟΥΠΙΖΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΣΚΟΥΠΑ ΤΟΥ ΜΑΓΑΖΙΟΥ. Άσε που το φαγητό δε θυμίζει και πολύ Ελλάδα. Τι κι αν κάνει εισαγωγή τις ντομάτες και τη φέτα, πάλι σαν αυτά που παίρνεις από τον Πακιστανό είναι. Δεν θα ξαναπάς. Μόνο εφόσον φιλοξενείς καναν Έλληνα οπότε και νομίζεις ότι μπορεί και να του αρέσει. Ή εφόσον είναι Πάσχα και πεθύμησες τη μαγειρίτσα (θα πάω την άλλη Κυριακή, θα σας πω εντυπώσεις).

Τι διάολο, κανένα καλό δεν έχει αυτή η χώρα; Έχει. Πολυκοσμία. Πολυπληθυσμικότητα (μπορεί να ξενιτεύτηκα, τα ελληνικά μου όμως ε;;) Έρχεσαι σε επαφή με όλες τις φυλές του Ισραήλ. Και της Αφρικής. Και της Ωκεανίας. Και της Μέσης Ανατολής. Ο γιατρός που σε παρακολουθεί είναι Πακιστανός, ο κτηνίατρος του σκυλιού σου είναι από τη Μποτσουάνα, ο σεβιτόρος στο εστιατόριο είναι Κινέζος, ο πωλητής παπουτσιών από τη Νικαράγουα. Με όλους ένα κοινό: αδυνατείς να καταλάβεις τα αγγλικά τους. Με αποτέλεσμα να παίρνεις φάρμακα χωρίς να ξέρεις από τι πάσχεις, να τρως φαγητά που δεν ξέρεις τι είναι, να αγοράζεις παπούτσια που δεν ξέρεις πόσο έχουν (και μαθαίνεις στο ταμείο, αλλά ντρέπεσαι να του πεις «μα δεν πληρώνω τη γελάδα ολόκληρη για ένα ζευγάρι δερμάτινα αντρικά»). Το καλό είναι ότι τρως πράγματα που στο Ελλάντα δεν υπήρχε περίπτωση να φας, τουλάχιστον όχι σε τιμές προσιτές. Γιατί μπορείς να φας στο Αλταμίρα ινδικό (που θεός να το κάνει ινδικό, μπορώ να σας διαβεβαιώσω), αλλά θες τους μισθούς ενός χρόνου εργασίας ενός Ινδού για να το πληρώσεις. Εδώ και ινδικό τρως (και καίγεσαι) και το Μπαγκλαντές μαθαίνεις τι κουζίνα έχει, και το κινέζικο ξέρεις πια να το ξεχωρίζεις από το καντονέζικο, το οποίο και το προτιμάς γιατί δεν έχει τόσο φύτρο που να φυτρώσει στο στομάχι σου, και ένα σωρό άλλες κουζίνες μπορείς να δοκιμάσεις. Τρως μέχρι και κεμπάπ, ενώ πριν ούτε που να το δεις το σουβλάκι δεν ήθελες (αλήθεια).
Κάπου εδώ θα σταματήσω γιατί αφενός βγήκε μεγάλο το κείμενο, αφεδύο έχω αρχίσει και σπάζομαι που βρίσκομαι δω χάμω, οπότε κλείνω πριν πάθω κατάθλιψη.

Αγγλία, η χώρα της επαγγελίας. Χαχαχα, καλό τ’ανεκδοτάκι.

ΤΟ ΕΒOΜΑΔΙΑΙΟ ΣΟΥ ΜΕΝΟΥ

Food Brother: H επιστροφή του ψυχωτικού κοιλιόδουλου.

Εισαγωγικές Πληροφορίες (για να ξέρουμε και με τί έχουμε να κάνουμε): Ηλικία: 27 Υψος: 170cm Βάρος: 80kg (να τ'αφήσω;) Tόπος: Λονδίνο, Αγγλία, και Τέϋναμ, Κέντ (Αγγλία επίσης), με συχνές μεταβάσεις...

ΤΟ ΕΒOΜΑΔΙΑΙΟ ΣΟΥ ΜΕΝΟΥ

Ο μεγάλος αδερφός βλέπει τη μπουκιά στο στόμα

Δευτερα: Βιαστικο ξυπνημα με καντηλια. Βιταμινες σε χαπακια. Καφες. Παχια κουταλια νεσκαφε χωρις ζαχαρη με καυτο νερο να καουν τα τζιγερια μου (Ονομαζεται και καφες μπλουμ). Συνοδευτικο με τσιγαρο,...

ΠΕΙΤΕ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ