ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Γερμανική ονομασία για το χέλι
Ισπανική ονομασία για τον φρέσκο μπακαλιάρο
Γαλλική ορολογία για το τύλιγμα ζαχαροπλαστικής ζύμης
Ένα μαλάκιο του οποίου οι μεγάλοι προσαγωγοί μύες του, οι οποίοι συνδέονται με το μοναδικό κέλυφος του, είναι βρώσιμοι. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Ιαπωνική και στην Κινεζική κουζίνα, φρέσκο, ξηραμένο ή κονσερβοποιημένο. Βρίσκεται ευρύτατα στον Ειρηνικό Ωκεανό, κοντά στις ακτές της Καλιφόρνια και στο Αγγλικό Κανάλι, όπου ονομάζεται και ormer.
Γαλλική ονομασία για τα "στολίδια" των πουλερικών όπως είναι οι φτερούγες, ο λαιμός, τα πόδια, το κεφάλι και πολλά άλλα. Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται στην θέση του abat, όσον αφορά τα εντόσθια των πουλερικών.
Γαλλική ορολογία για τα εντόσθια πουλερικών και τα εσωτερικά όργανα διαφόρων κρεάτων όπως καρδιά, συκώτι, γλυκάδια, νεφρά, μυαλό κλπ.
Ιταλική ορολογία για ένα πολύ νεαρό, συνήθως βρέφος, αρνί
Βραστό στην Περσική κουζίνα. Συνήθως απο αρνί και λαχανικά
Γαλλική ορολογία για το βερίκοκο
Ένα πράσινο λικέρ το οποίο δανείζεται την γεύση του απο τα δύο κύρια συστατικά του: τον γλυκάνισο και τα φύλλα αψίνθου. Ιδιαίτερα μεθυστικό. Η χρήση και πόση του είναι παράνομη σε πολλές χώρες
Ιαπωνική ορολογία για το λάδι
Ιαπωνική ορολογία για το tofu με μεγάλη ποσότητα λαδιού (deep fry)
Βραζιλιάνικος χυλός απο γάλα καρύδας και ρυζάλευρο, το οποίο το φορμάρουμε, αφήνουμε να παγώσει και κόβουμε για να σερβιριστεί με διάφορες σάλτσες και βραστά. Ορισμένες φορές βράζεται σε φύλλα μπανάνας. Είναι παρόμοιο με το pirao
Ξηραμένος αρακάς Καραϊβικής ή τηγανητά φασόλια. Βρίσκονται σε μεγάλη ποικιλία σε διάφορα νησιά. Το συγκεκριμένο έδεσμα κατάγεται απο ένα Νιγηριανό ορεκτικό. Συγγενικό έδεσμα είναι το Βραζιλιάνικο acaraje, μαυρομάτικα φασόλια τηγανητά τα οποία σερβίρονται με καυτερή σάλτσα με γαρίδες
Ιταλική ορολογία για την σαρδέλα
Αλατισμένα μπαστουνάκια μπακαλιάρου απο την Γαλλική Καραϊβική. Τρώγονται ως ορεκτικά
Ισπανική ονομασία για το λάδι
Ισπανική ονομασία για την ελιά
Το οξύ στο ξύδι. Προέρχεται από την δεύτερη ζύμωση του κρασιού ή της μπύρας
Ιταλική ορολογία για το ξύδι. Aceto balsamico είναι ο αντίστοιχος όρος για ένα ιδιαίτερα καλό ξύδι που παράγεται στην Μοντένα της Ιταλίας. Η παλαίωση του γίνεται σε ειδικά βαρέλια για να αποκτήσει μία σκούρα, γινωμένη, λεπτή γεύση. Το ξίδι βαλσαμικο έχει γλυκόξινη γεύση και δίνει έντονο και γοητευτικό άρωμα στις σαλάτες. Χρησιμοποιείται σε πολλές σαλάτες και σε επιδόρπια με φρούτα
Ένα γλυκό και ξινό μείγμα λαχανικών και φρούτων σε ξύδι. Χρησιμοποιείται στην Ιταλία ως antipasto
Πίκλα στην Ινδική κουζίνα
Σπόροι Annato. Χρησιμοποιούνται στην κουζίνα της Λατινικής Αμερικής. Η ζύμη συνδυάζει annatto με σκόρδο, μεξικάνικη ρίγανη, χυμό λεμονιού και κύμινο
(Οξυδοφιλές γάλα) Γάλα ελαφρά ξινισμένο με το βακτήριο του lactobacillus acidophilus, το οποίο μετατρέπει την λακτόζη του γάλακτος σε λακτικό οξύ, με αποτέλεσμα να είναι ευκολόπεπτο αλλά και υγιεινό
(Οξυδοποιημένο νερό) Νερό με μία μικρή ποσότητα χυμού λεμονιού ή ξιδιού. Χρησιμοποιείται για να αποφευχθεί ο αποχρωματισμός φρούτων και λαχανικών και για να ασπρίσει ορισμένα συγκεκριμένα τρόφιμα όπως είναι τα γλυκάδια των κρεάτων
Ο φλοιός ενός τροπικού φρούτου ο οποίος ανοίγει διάπλατα όταν ωριμάσει για να εκθέσει την κίτρινη σάρκα και τους μαύρους καρπούς του. Καταναλώνεται σαν πρωινό στην Τζαμάικα με αλατισμένα ψάρια
Το βιβλίο της “Modern cookery for Private Families” (1845) είναι αξιοσημείωτο για τις οργανωμένες και αναλυτικές οδηγίες για την μεσοαστική σύζυγο της προβιομηχανικής Αγγλίας
Ένα κελάρι οίνων ή αποθηκευτικός χώρος, συνήθως πάνω απο το έδαφος
Ισπανική ορολογία για την μαρινάτα (μέθοδος προετοιμασίας του κρέατος ή θαλασσινών). Η μεξικάνικη μαρινάτα είναι καυτερή καθώς περιλαμβάνει και τσίλι. Η φιλιππινέζικη είναι εξίσου καυστική και περιλαμβάνει και ξύδι
Φρέσκια ρίζα τζίντζερ, στην Ινδική κουζίνα
Ιαπωνική ορολογία για σαλάτες ή ντρέσινγκ
Ανατολίτικο φύκι. Χρησιμοποιείται από τις μεγάλες βιομηχανίες επεξεργασίας τροφίμων ως υποκατάστατο της ζελατίνας σε σούπες, σάλτσες, ζελέδες και παγωτά. Απορροφά υγρά πολύ περισσότερο από τη ζελατίνη
Ιαπωνική ονομασία για το τηγάνισμα με μεγάλη ποσότητα λιπαρής ύλης (deep fry)
Μέθοδος για την βελτιστοποίηση και ωρίμανση τροφίμων και ποτών. Αυτό επιτυγχάνεται με ελεγχόμενες χημικές αλλαγές στο προϊόν
Γαλλική ορολογία για την "ανατάραξη"
Ιταλική ορολογία για το "σκόρδο"
Γαλλική ορολογία για το "αρνί"
Ιταλική ορολογία για το "αρνί"
Ιταλική κουζίνα. Γεμιστά τετράγωνα ζυμαρικά με γέμιση κρέατος, όπως τα ραβιόλι
Ισπανική ορολογία για τα ξινά
Ισπανική ορολογία για το αβοκάντο
Πολύ δυνατό Ισπανικό λικέρ, παρόμοιο με την Ιταλική γκράππα
Γαλλική ορολογία για τον γάδο (κάτι σαν το μπακαλιάρο)
Γαλλική ορολογία. Σημαίνει ξινή, πικρή γεύση
Λεπτό, μακρόστενο τεμάχιο από πουλερικό κομμένο κατά μήκος από το στήθος. Επίσης, σύμφωνα με την Γαλλική κουζίνα, έτσι ονομάζεται το μακρόστενο τεμάχιο κρέατος που είναι κομμένο κατά μήκος, μαζί με τις ίνες
Γαλλική ορολογία για το σκόρδο
Μαγιονέζα με σκόρδο με καταγωγή από την Γαλλική Προβηγκία. Πυκνή και με δυνατή γεύση. Σερβίρεται συνήθως με θαλασσινά
Γαλλική ορολογία για το μούρο (cranberry)
Ιαπωνική ορολογία για το σκουμπρί
Ισπανική ορολογία για τις καυτές πιπεριές τσίλι. Αναφέρεται επίσης και σε ένα πιάτο της Ισπανικής κουζίνας με κυριότερο συστατικό τις καυτές πιπεριές (aji de gallina)
Πορτορικανή σάλτσα με πιπεριές. Συνοδεύει κρέατα και κυρίως χοιρινό
Ισπανική ορολογία για το σκόρδο
Ιταλική ονομασία σάλτσας για σπαγγέτι με σκόρδο σωταρισμένο σε ελαιόλαδο
Άχρωμο Σουηδικό λικέρ. Αποστάζεται από πατάτες ή σιτάρι. Του δίνονται διάφορες γεύσεις, συνήθως με caraway (αγριοκύμινο). Σερβίρεται πολύ κρύο πριν ή μετά το γεύμα
ιταλική έκφραση για το βράσιμο των ζυμαρικών. Ένα ζυμαρικό που είναι σωστά βρασμένο, δεν κολλάει και "κρατάει στο δόντι" είναι al dente.
Θαλάσσιο φύκι, παρόμοιο με το wakame. Ελαφριά γεύση, τραγανό και λιπαρό. Συνήθως, πριν να χρησιμοποιηθεί σε σούπες έχει μουλιαστεί και ξηρανθεί
Στο στιλ του Άλμπι στην Νότια Γαλλία. Χοιρινό με πατάτες κροκέτες, γαρνιρισμένο με ντομάτες
Καυτεροί Ισπανικοί ή Μεξικάνικοι κεφτέδες από χοιρινό, βοδινό κλπ.
Σάλτσα σουπρέμ με βούτυρο πιμέντο και γλασαρισμένο κρέας. Ονομάστηκε έτσι από την λίμνη που βρίσκεται κοντά στην Βαλένθια στην Ισπανία. Η ομώνυμη γαρνιτούρα αποτελείται από πουλερικά γεμισμένα με ριζότο, τρούφες και φουά γκρα με επεξεργασμένες ταρταλλέτες. Επίσης, συναντάται και στην Γαλλική ορολογία ως μικρό κέικ με τεμαχισμένα αμύγδαλα στην κορφή
Ισπανική ορολογία για την αγκινάρα
Μοσχάρι veloute, ρετουσαρισμένο με λευκό κρασί και απόσταγμα μανιταριών. Του δίνουν γεύση με χυμό λεμονιού και το δένουν με κρόκους αυγών. Η σάλτσα Allemande (σημαίνει «Γερμανική σάλτσα») αποτελεί βασική σάλτσα της Γαλλικής κουζίνας
Γαλλικό πιάτο. Γαρνίρεται με μπρεζαρισμένες ντομάτες σε λάδι και κροκέτες από γλυκοπατάτες
Πιάτο από τη Νοτιοδυτική Γαλλία. Αποτελείται από φτερά και εντόσθια πάπιας ή χήνας μπρεζαρισμένα με μανιτάρια (της ποικιλίας cepes)
Αποξηραμένο μπαχαρικό. Παράγεται από τα μούρα που φυτρώνουν στη βάση του Τζαμαϊκανού πιπερόδεντρου. Η γεύση του μοιάζει με συνδυασμό από κύμινο, γαρύφαλλο και μοσχοκάρυδο. Χρησιμοποιείται στην παρασκευή γλυκών και πικάντικων παρασκευασμάτων
Μία λωρίδα σε μέγεθος «σπιρτόξυλου» απο φουσκωμένη ζύμη με γλυκιά ή πικάντικη γέμιση ή γαρνιτούρα. Επίσης ο όρος αναφέρεται και σε πατάτες ξεφλουδισμένες και κομμένες σε λωρίδες μεγέθους «σπιρτόξυλου» (Γαλλική κουζίνα)
Ισπανική ορολογία για το μύδι
Ισπανική ορολογία για το αμύγδαλο, στην Πορτογαλική κουζίνα ονομάζεται amendoa
Ισπανική ορολογία για το γεύμα
Γαλλική ονομασία για τον δίλλουρο (είδος ψαριού)
Ένα Γαλλικό χωριό στην Βουργουνδία, που παράγει εξαιρετικό κόκκινο και λευκό κρασί και έχει ορισμένα απο τα πιο φημισμένα αμπελουργεία
Γαλλική ορολογία για το φιλέτο
Γαρνιρισμένο με ψιλοκομμένο και αλατισμένο λάχανο, πατάτες, χοιρινό ή λουκάνικα, ή με άλλες σπεσιαλιτέ της Αλσατικής επαρχίας
Μία επαρχία στην Γαλλία κατά μήκος του Ρήνου, Ιδιαίτερα γνωστή για: foie-gras, charcutiere, πάπιες, κρασί καθώς επίσης και πολλές άλλες γαστρονομικές σπεσιαλιτέ
Ένα μαλακό, Γερμανικό τυρί. Παρασκευάζεται από γάλα κατσίκας ή κατσίκας και αγελάδας αναμειγμένα. Έχει μία γευστική άσπρη μούχλα στο εξωτερικό και κρεμώδες, απαλό και γευστικό εσωτερικό
Μία κοιλάδα στην βορειοανατολική μεριά του Τιρόλο, στα σύνορα Ιταλίας Αυστρίας, κοντά στην περιοχή του Μπολζάνο. Εξάγει μεγάλες ποσότητες καλού κρασιού, λευκού και κόκκινου
Ινδική ορολογία για την πατάτα
Ένα άχρωμο, κρυσταλλοειδές αλάτι το οποίο χρησιμοποιείται για να διατηρηθεί η τραγανή υφή διαφόρων φρούτων και λαχανικών, ειδικά στις πίκλες, αποτελεί και συστατικό στο μπέικιν –πάουντερ
Το μάνγκο στην Ινδική κουζίνα. Ξηραμένο το πράσινο μάνγκο. Συχνά, σε μορφή σκόνης, χρησιμοποιείται όπως ο χυμός λεμονιού για να δημιουργήσει μία ξινή γεύση
Ιαπωνική ονομασία για τα γλυκά
Η μείξη, ανάδευση ή συνδυασμός διαφόρων συστατικών στην Γαλλική ορολογία
Γαλλική ορολογία για τα πιάτα, τα γαρνιρισμένα με αμύγδαλα
Πράσινο λαχανικό, που ανήκει στην ίδια συνομοταξία με το σπανάκι και έχει παρόμοια γεύση. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Ασιατική Κουζίνα. Ένας τύπος είναι πλήρως πράσινος, ενώ ένας άλλος έχει κόκκινους μίσχους και σημάδια στα φύλλα του
Μεσανατολική αποξηραμένη πάστα βερίκοκου, σε μορφή φύλλου
Ιταλική ορολογία για το macaroon (στρογγυλό μπισκότο)
Η τροφή των Θεών στην Ελληνική μυθολογία. Συνδυαζόταν με νέκταρ
Πορτογαλικό βραστό με chorizo (τσορίθο, ισπανικό σαλάμι), τομάτες, σκόρδο και πιπεριές. Η καταγωγή του είναι απο την περιοχή του Αλγκάρβε
Φιστίκι. ένα απο τα κυριότερα στοιχεία της Βραζιλιάνικης κουζίνας
Πιάτο γαρνιρισμένο με τεμαχισμένη ουρά αστακού και τρούφες. Επίσης πιάτο με αστακό, σωταρισμένο με ελαιόλαδο και τομάτα στο στιλ της Προβηγκίας (Γαλλική κουζίνα)
Κλασσική Γαλλική γαρνιτούρα θαλασσινών με μύδια, στρείδια, καραβίδες, μανιτάρια σε sauce normande, εμπλουτισμένο με βούτυρο καραβίδας
Ένα Αμερικάνικο ψωμί με μαγιά, το οποίο φτιάχνεται με άσπρο αλεύρι, καλαμποκάλευρο και πετιμέζι
Ιαπωνική ορολογία για το μουγγρί
Μία βαθυκόκκινη πιπεριά τσίλι, μέτρια μαλακή σε γεύση και προτιμώμενη ξηραμένη παρά φρέσκια. Γύρω στις 5 ίντσες μακριά και 3 ίντσες πλατιά
Γαλλική ορολογία για την αντζούγια
Ένα μικρό ασημί ψάρι, συνήθως βραστό ή ψητό όπως η σαρδέλα. Συχνά βρίσκεται αλατισμένο και κονσερβοποιημένο
Στην Γαλλική ορολογία, διάφορες προεταοιμασίες, συχνά φρικασέ, γαρνιρισμένες με τον παραδοσιακό τρόπο. Συνήθως ένα μείγμα απο τρούφες και λειρί πετεινού
Γαλλική ορολογία. Γαρνιρισμένο πιάτο με τομάτες, γλυκιές κόκκινες πιπεριές, μελιτζάνα και ορισμένες φορές ρύζι πιλάφι και χοιρινό ή λουκάνικα chipolata
Γαλλικό λουκάνικο το οποίο παράγεται απο εντόσθια χοιρινών και έντερα τεμαχισμένα. Σερβίρονται κρύα ως ορεκτικό
Γαλλικά λουκάνικα, όπως τα andouille, μόνο που γίνονται απο τα μικρά μέρη των εντοσθίων. Πωλούνται ποσαρισμένα και μετά ψήνονται στην σχάρα. Σερβίρονται με μία δυνατή μουστάρδα
Ένα κέικ το οποίο παράγεται με υπερβολικά χτυπημένα ασπράδια αυγών χωρίς καθόλου κροκάδια, με αποτέλεσμα να παραχθεί ένα ελαφρύ παρασκεύασμα με αφρώδη υφή και άσπρο χρώμα
Ένα βότανο απο την οικογένεια του μαϊντανού, το οποίο χρησιμοποιείται για ιατρικούς ή για γαστρονομικούς σκοπούς. Αρωματίζει πάρα πολλά λικέρ και συνήθως μεταβιβάζει ένα πράσινο χρώμα
Στην Γαλλική κουζίνα, πιάτα που έχουν το Αγγλικό στιλ, δηλαδή συνήθως απλά βρασμένα ή ψητά, ή καλυμμένο[3~α με αυγό και ψίχα και τηγανισμένα
Γαλλική ορολογία για το χέλι
Γαλλική ορολογία για τους όρχεις των ζώων. Τα Animelles, είναι λιγότερο δημοφιλή στην Ευρώπη σήμερα σε σχέση με παλαιότερες εποχές αλλά είναι ιδιαίτερα συνηθισμένα στην Μέση Ανατολή. Στην Ιταλία, Animelles ονομάζονται τα γλυκάδια
(anethum graveoloens) Μεσογειακό αρωματικό χόρτο με πολύ λεπτά φυλλαράκια σαν κλωστές, ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον μαϊντανό. Η γεύση του μοιάζει με γλυκόριζα. Χρησιμοποιείται φρέσκο στη μαγειρική γιατί αρωματίζει τα φαγητά, λικέρ, τυριά, ζύμες κλπ. Ταιριάζει με ψάρια, λαδερά (αγγινάρες, αρακά, κλπ.) σαλάτες και με αγγούρι
Ιταλική ορολογία για την πάπια
Κόκκινη βαφή που προέρχεται απο τον καρπό του ομώνυμου Νοτιοαμερικάνικου δέντρου. Χρησιμοποιείται στο να χρωματίζει τυριά, βούτυρα και διάφορα άλλα
το ορεκτικό στην Ιταλία. Μπορεί να είναι αλλαντικά, πιπεριές, αντζούγιες, μαριναρισμένα θαλασσινά κλπ.
Ιταλική ορολογία. Κυριολεκτικά σημαίνει πριν το ζυμαρικό. Συνήθως είναι ορεκτικό όπως και τα ορντέβρ. Υπάρχει σε μεγάλη ποικιλία
Στο στιλ της Αμβέρσας, δηλαδή πιάτο γαρνιρισμένο με λυκίσκο με κρέμα
Ιαπωνικό πράσινο κρεμμύδι
Γαλλική ορολογία για ένα μείγμα συστατικών έτοιμο για χρήση
Γερμανική ορολογία για το μήλο, πχ το apfelstrudel είναι λεπτή ζύμη στρούντελ γεμιστή με μήλα, σταφίδες και μπαχαρικά-ένα ιδιαίτερα δημοφιλής επιδόρπιο στην Γερμανία
Κουβανέζικο παστό και ξηραμένο μοσχάρι με καυτερή σάλτσα λαχανικών
Ένα Ελβετικό τυρί το οποίο παρασκευάζεται εξ ολοκλήρου απο γάλα αγελάδας. Συναντάται σε μεγάλους τροχούς. Περιβρέχεται με λευκό κρασί και μπαχαρικά τα οποία εμποτίζουν με την γεύση τους το τυρί. Παρουσιάζει ομοιότητες με το Έμενταλ
Συντήρηση κομμένων μήλων τα οποία έχουν μαγειρευτεί αργά για μεγάλο χρονικό διάστημα συνήθως με ζάχαρη και μπαχαρικά, μέχρι να μειωθεί σε μία παχιά σκούρα αλοιφή
Αποξηραμένα κομμάτια μήλων. Ευρύτατα χρησιμοποιούμενα στην Γερμανική Πενσυλβανία, για πιάτα όπως είναι η μηλόπιτα και διάφορα άλλα
Ουγγαρέζικο λικέρ που παρασκευάζεται από απόσταξη βερίκοκων
Είδος καφέ. Παράγεται απο ένα δέντρο το οποίο αναπτύσσεται σε υψηλό υψόμετρο, και το οποίο δίνει την καλύτερη ποιότητα καφέ
Γαλλική ορολογία για το φιστίκι
Ιταλική ονομασία του αστακού
Μεσοανατολίτικο λικέρ, το οποίο παρασκευάζεται απο διάφορα φυτά. Δυνατό. Με γεύση άνηθου
Ιταλική ορολογία για το πορτοκάλι
Κοντό Ιταλικό ρύζι. Ιδανικό για ριζότο και παρόμοια «υγρά» πιάτα ρυζιού
Σκωτσέζικη μαγειρική. Μικροί μπακαλιάροι οι οποίοι έχουν ξεκοιλιαστεί, αλατιστεί αλλά δεν έχουν χωριστεί στην μέση πριν βραστούν και σερβιριστούν
μπράντι από βερίκοκα
Γαλλική ορολογία. Πιάτα τα οποία έχουν καρυκευτεί με πάπρικα και έχουν ανακατευτεί με κρέμα
Γαλλική ορολογία. Πιάτα τα οποία είναι στο στιλ των Αρδενών, δηλαδή με μικρά θηράματα, χοιρινό και μούρα
Ισπανική ορολογία για τη ρέγκα
Γαρνιρισμένο με σπαράγγια. Η ονομασία δημιουργήθηκε απο μία περιοχή της Βόρειας Γαλλίας η οποία παράγει τα καλύτερα σπαράγγια
Ιταλική ορολογία για την ρέγκα
Ιταλική ορολογία για την βραστή πλευρά χοιρινού (loin)
Γαρνιρισμένο με μελιτζάνα και τομάτα. Μαγειρεμένο σε λάδι με τηγανισμένα δαχτυλίδια κρεμμυδιού. Υπάρχουν και άλλες Γαλλικές γαρνιτούρες με το ίδιο όνομα και όλες περιέχουν τομάτα
Γαλλική κουζίνα. Αστακός σε Βρετανικό στιλ. Πήρε την ονομασία του απο την ονομασία της Βρετανίας απο τους Αρχαίους Ρωμαίους. Συχνά παρερμηνεύεται με το Americaine. Ο τεμαχισμένος αστακός είναι σωταρισμένος με ελαιόλαδο και τομάτα
Ένα φυτό με ευχάριστο άρωμα. Χρησιμοποιείται για να δώσει γεύση σε φαγητά και ποτά
Γαλλική ορολογία για την παραμονή του κρέατος ή άλλου υλικού μέσα στα υγρά του
Είδος αλευριού σε μορφή σκόνης απο την ρίζα ενός τροπικού φυτού με το ίδιο όνομα. Χρησιμοποιείται ως άλευρο ή ως πηκτικό .Παραμένει καθαρό όταν αναμιχτεί με άλλα τρόφιμα και δεν θολώνει το παρασκεύασμα. Ιδιαίτερα ευκολόπεπτο
Ισπανική ονομασία για το ρύζι. Όταν μαγειρευτεί και συνδυαστεί με άλλα τρόφιμα ή υλικά παράγει πιάτα όπως το arroz con pollo (ρύζι με κοτόπουλο)
όχι το ιταλικό risotto, αλλά ένα Κουβανέζικο πιάτο με μακρύκοκκο ρύζι, μαγειρεμένο με κρεμμύδια και διάφορα καρυκεύματα
Ιταλική ορολογία για το στρείδι
Γαλλική ορολογία για την αγκινάρα. Περιλαμβάνει τόσο την κοινή αγκινάρα όσο και την αγκινάρα της Ιερουσαλήμ
Ιταλική ορολογία για σαλάτα με βότανα και πιπεράτη γεύση. Έγινε σχετικά πρόσφατα δημοφιλής στις Ηνωμένες Πολιτείες
Ισπανική ορολογία για τα ψητά ή τα σχάρας
Ένα μπαχαρικό από την ρετσίνα των μαστιχόδεντρων. Αν χρησιμοποιηθεί σε μικρές ποσότητες προσδίδει μία ευχάριστη γεύση κρεμμυδιού. Ιδιαίτερα δημοφιλές στους Ρωμαίους. Σήμερα χρησιμοποιείται απο τη Νοτιοινδική κουζίνα για την παραγωγή σε πιάτα λαχανικών και πικλών
Ινδική ορολογία για τα γλυκόξινα πιάτα
Περσική ορολογία για την σούπα
Ένα ζεματισμένα πηκτό τυρί. Παράγεται απο ξαφρισμένο αγελαδινό γάλα. Παραμένει για παλαίωση έως και δύο χρόνια. Συναντάται σε κυλινδρική συσκευασία με καφέ φλούδα και απαλή/χλομή επιφάνεια με τρύπες. Άλλα τυριά asiago, της περιοχής Βιντσένζε, Ιταλίας, χρησιμοποιούνται συνήθως ως επιτραπέζια τυριά
Γαλλική ορολογία για τα σπαράγγια
Καθαρός ζελές. Παράγεται από αποθέματα κρέατος και λαχανικών και παγωμένη ζελατίνα. Χρησιμοποιείται για να ντύσει φαγητά όλων των ειδών, καλύπτοντας τα με ένα είδος κρούστας
Γαλλική ορολογία για το καρύκευμα των φαγητών
Είδος τσαγιού. Προέρχεται απο την ομώνυμη περιοχή της Βόρειας Ινδίας. Με δυνατή γεύση. Συνήθως προσμιγνύεται με ελαφρότερα είδη τσαγιών
Γλυκός αφρώδης οίνος απο την πόλη του Asti, στο Πεδεμόντιο της Βόρειας Ιταλίας
«Η πουτίγκα του Νώε». Τουρκική κουζίνα. Παρασκευάζεται απο αποφλοιωμένο σιτάρι, καρύδια, αποξηραμένα φρούτα,και τοπικά είδη φασολιών. Έχει θρησκευτική σημασία για τους Μουσουλμάνους
Αραβικά κέικ. Γλυκά με καρύδια και σιρόπι ή αλμυρά με τυρί. Η γέμιση τοποθετείται στην μέση και μετά διπλώνεται και τηγανίζεται
Φρούτο διασταύρωση ανάμεσα στην cherimoya (εσπεριδοειδές φρούτο της Νότιας Αμερικής με γεύση ανάμεσα στον ανανά και στην φράουλα) και μήλο. Μοιάζει με ζουληγμένη αγκινάρα. Η κρεμώδης απαλή σάρκα του είναι γλυκιά και πλούσια με σκούρους επίπεδους σπόρους
Γαλλική ορολογία για πιάτα γαρνιρισμένα με κρεμμύδι, μελιτζάνα, ντομάτα, και γλυκιές κόκκινες πιπεριές τηγανισμένες σε ελαιόλαδο
Μεξικάνικη κουζίνα. Λεπτό και χυλώδες ποτό. Συνήθως παρασκευάζεται απο καλαμποκάλευρο. Αποκτά την γευστική και χρωστική του υπόσταση από διάφορα υλικά όπως: φρούτα, ζάχαρη, σοκολάτα και τσίλι
Αραβική ονομασία για το σιρόπι ζάχαρης. Συνήθως αρωματισμένο με πορτοκάλι ή ροδόνερο. Χρησιμοποιείται στα επιδόρπια και τα γλυκά
Γαλλική ορολογία. Μεταλλική σούβλα στην οποία περνιούνται γλυκά ή πικάντικα φαγητά με ψίχα ψωμιού
Γαλλική ορολογία για την μελιτζάνα
Γερμανική ονομασία για το soufflé
Ποικιλία από λεπτές λωρίδες κομμένων κρύων κρεάτων και λουκάνικων που πωλούνται στα Γερμανικά καταστήματα delicatessen
Γαλλική ορολογία για σάλτσα béchamel. Χρωματισμένη ροζ με μία μικρή ποσότητα απο πουρέ τομάτας. Το όνομα είναι η γαλλική ονομασία για την αυγή και υπονοεί την ροζ απόχρωση
Γερμανικό κρασί. Παράγεται από συγκεκριμένα ώριμα και καλοσχηματισμένα σταφύλια τα οποία επιλέγονται ένα ένα κατά τη διάρκεια του θερισμού, με αποτέλεσμα να παράγεται ένα γλυκύτερο και ακριβό κρασί
Διάσημο, καλό κρασί του Μπορντό, από την περιοχή του Σαιντ Εμιλλιόν
Γερμανική ορολογία για το μύδι
Ορεινή περιοχή της κεντρικής Γαλλίας. Διάσημη για το υπέροχο τυρί, λαχανικά, φρούτα, καρύδια, άγρια μανιτάρια, αρνάκι, ψάρια και charcuterie (η τέχνη της προετοιμασίας ψητών κρεάτων και δη χοιρινών)
Γαλλική ορολογία για το φουντούκι
Ινδονησιακή ορολογία. Καυτερή κοτόσουπα με ρύζι, η οποία μπορεί να σερβιριστεί ως κυρίως πιάτο
Ισπανική ονομασία για το σαφράν
Πορτογαλική ονομασία για την ελιά
Ισπανική ονομασία για την ζάχαρη
Αποξηραμένο φασόλι με μία λευκή γραμμή στο κέντρο του καρπού. Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Ιαπωνία και εκτιμάται για την γλυκιά γεύση του. Το αντίστοιχο αλεύρι χρησιμοποιείται για πουτίγκες και παρασκευάσματα ζαχαροπλαστικής στην Ιαπωνία και στην Κίνα
Πίτσα με ζύμη κουρού
Υλικά: Για τη ζύμη: Υλικά: 1 κιλό αλεύρι 350 γρ. νερό 350 γρ. βούτυρο 25 γρ. αλάτι 25 γρ. ζάχαρη 25 γρ. μαγιά 3-4 αυγά Για τη γέμιση: (όσο σας κάνει όρεξη από το καθένα) Hot (ή Mild για όσους δεν...
Πάστα Φλώρα
Υλικά: 200 γρ. βούτυρο (απ'το ψυγείο) 100 γρ. ζάχαρη άχνη 1 αυγό 300 γρ. αλεύρι 1 κ.γ. μπέικιν 200 γρ. μαρμελάδα (ό,τι θέλουμε) Εκτέλεση: Βάζουμε όλα τα υλικά σε μια λεκάνη (εκτός της μαρμελάδας) και...
Eλαφριά μακαρονάδα με λαχανικά
Υλικά: 1 πράσο ψιλοκομένο 1 καρότο κομένο σε κυβάκια 2 σκελίδες σκόρδο ολόκληρες(τις αφαιρώ μετά) 1 κουταλιά κάπαρη 2 φρέσκες ντομάτες 1 κουταλάκι πελτέ 1 κουταλιά ελαιόλαδο αλάτι-πιπέρι μια πρέζα...